καινότομος

καινότροπος

καινουργέω-ῶ
καινό·τροπος, ος, ον, de nouvelle sorte, inaccoutumé, étrange, Eur. fr. inc. 1117, 32 Nauck ; App. Civ. 5, 90.
Étym. κ. τρέπω.