Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καιροσκοπέω-ῶ
καιροσκόπος
καιροσπάθητος
καιρο·σκόπος,
ος, ον,
qui guette l’occasion,
Gr. thaum.
p. 996
b
.
Étym.
κ. σκοπέω
.