Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακαγγελέω-ῶ
κακαγγελία
κακάγγελος
κακαγγελία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰκ
] nouvelle fâcheuse,
Man.
4, 550
||
E
Ion.
-ίη,
Hpc.
(
Gal.
).
Étym.
κακάγγελος
.