κακαγγελία

κακάγγελος

κακάγγελτος
κακ·άγγελος, ος, ον [ᾰκ] qui annonce une mauvaise nouvelle, Eschl. Ag. 636 ; Plut. M. 241b ; A. Lib. 15.
Étym. κακός, ἄγγελος.