Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακοϐλαστέω-ῶ
κακοϐλαστής
κακόϐλαστος
κακο·ϐλαστής,
ής, ές
[
ᾰ
] qui pousse mal,
Th.
C.P.
1, 20, 6,
etc.,
v. le préc.
Étym.
κ. βλαστάνω
.