κακοχροΐα

κακόχροος-ους

κακόχυλος
κακό·χροος-ους, οος-ους, οον-ουν, qui a une vilaine couleur, un mauvais teint, Hpc. 113d ; 521, 12 ; Arstt. H.A. 9, 17.
Étym. κ. χρόα.