κακόχροος-ους

κακόχυλος

κακοχυμία
κακό·χυλος, ος, ον [ᾰῡ] qui a un mauvais chyle, un mauvais suc, Diph. siphn. (Ath. 54b) ||
Cp. -ότερος, Ath. 68f, 80c.
Étym. κ. χυλός.