Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακόκνημος
κακοκρισία
κακόκριτος
κακοκρισία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰῐσ
] jugement illégal
ou
inique,
Pol.
12, 24, 6 ;
Anth.
7, 236
.
Étym.
κακόκριτος
.