Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακοφραδία
κακοφραδμοσύνη
κακοφράσμων
κακοφραδμοσύνη,
ης
(
ἡ
) [
κᾰ
]
c. le préc.
Démocrit.
(
Stob.
Fl.
73, 62
).