κακοφραδής

κακοφραδία

κακοφραδμοσύνη
κακοφραδία, seul. ion. κακοφραδίη, ης () [ᾰᾰδ] imprudence, folie, Nic. Th. 348 ; Q. Sm. 12, 545 ; au pl. Hh. Cer. 227.
Étym. κακοφραδής.