κακοφράδες

κακοφραδής

κακοφραδία
κακο·φραδής, ής, ές [ᾰᾰ]
1 qui raisonne mal, insensé, A. Rh. 3, 936 ||
2 qui a de mauvais desseins, malveillant, Il. 23, 483.
Étym. κ. φράζομαι.