κακοφρονέω-ῶ

κακοφροσύνη

κακόφρων
κακοφροσύνη, ης () []
1 méchanceté, mauvais dessein, Spt. Prov. 16, 18 ||
2 folie, imprudence, Opp. H. 3, 363.
Étym. κακόφρων.