Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακοποιέω-ῶ
κακοποίησις
κακοποιητικός
κακοποίησις,
εως
(
ἡ
) [
ᾰ
] malfaisance,
Spt.
2 Esdr.
4, 22 ;
3 Macc.
3, 2
.
Étym.
κακοποιέω
.