Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακοποίησις
κακοποιητικός
κακοποιΐα
κακοποιητικός,
ή, όν
[
ᾰ
] porté à faire le mal, malfaisant,
Ptol.
Tetr.
210
.
Étym.
κακοποιέω
.