κακοπραγμονέω-ῶ

κακοπραγμονικῶς

κακοπραγμοσύνη
κακοπραγμονικῶς [κᾰ] d’une manière fâcheuse, malheureusement, Naz. Or. 23, t. 1, p. 1164c.
Étym. κακοπράγμων.