κακοπραγμονικῶς

κακοπραγμοσύνη

κακοπράγμων
κακοπραγμοσύνη, ης () [κᾰ] méchanceté, Dém. 800, 17 ; Pol. 4, 23, 8, etc.
Étym. κακοπράγμων.