κακοπραγμοσύνη

κακοπράγμων

κακοπραξία
κακο·πράγμων, ων, ον, gén. ονος, qui a ou exécute de mauvais desseins, malfaisant, intrigant, Xén. Hell. 5, 2, 36 ; Isocr. 476 ||
Sup. -ονέστατος, Pol. 8, 11, 3.
Étym. κ. πρᾶγμα.