κακορρήμων

κακόρρογχος

κακορροθέω-ῶ
κακό·ρρογχος, ος, ον [] qui ronfle d’une manière désagréable, Arr. Epict. 3, 22, 7 (vulg. κακόρρυγχος).
Étym. κ. ῥέγχω.