Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακόσπερμος
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακό·σπλαγχνος,
ος, ον
[
ᾰ
] au cœur craintif, lâche,
Eschl.
Sept.
237
.
Étym.
κ. σπλάγχνον
.