Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοσταθέω-ῶ
κακο·σπορία,
ion.
-ίη,
ης
(
ἡ
) [
κᾰ
] mauvaise semence,
Anth.
7, 175
.
Étym.
κ. σπόρος
.