κακοθερής

κακοθημοσύνη

κακοθηνέω-ῶ
κακοθημοσύνη, ης () [] désordre, trouble, Hés. O. 470.
Étym. *κακοθήμων de κακός, τίθημι ; cf. εὐθημοσύνη.