κακοτυχέω-ῶ

κακοτυχής

κακουργέω-ῶ
κακο·τυχής, ής, ές [ᾰῠ] malheureux, Eur. Med. 1274, Hipp. 669 ||
Sup. -έστατος, Hpc. 679.
Étym. κ. τύχη.