κακουργέω-ῶ

κακούργημα

κακουργία
κακούργημα, ατος (τὸ) [κᾰ] mauvaise action, méfait, Ant. 130, 22 ; Plat. Rsp. 426e, etc. ; Dém. 727, 27.
Étym. κακουργέω.