καλλικαρπέω-ῶ

καλλικαρπία

καλλίκαρπος
καλλικαρπία, ας () [λῐ] belle fructification, belle qualité des fruits, Th. H.P. 1, 4, 1 ; Geop. 10, 1, 4.
Étym. καλλίκαρπος.