καλλικαρπία

καλλίκαρπος

καλλίκερως
καλλί·καρπος, ος, ον [] qui produit de beaux fruits, Eschl. Pr. 369 ; Eur. H.f. 464, etc. ; Plut. Cor. 3, etc. ||
Cp. -ότερος, Th. H.P. 3, 8, 1 ; sup. -ότατος, Pol. 5, 19, 2.
Étym. κ. καρπός.