καλλίκτιτος

καλλιλαμπέτης

καλλιλεκτέω-ῶ
καλλι·λαμπέτης, voc. -η, gén. -ου [] adj. m. brillant d’un bel éclat, Anacr. 25.
Étym. κ. λάμπω.