Καλλίμορφος

κάλλιμος

καλλίναος
κάλλιμος, ος, ον []
1 beau, Od. 4, 130, etc. ; Anth. 8, 93, etc. ||
2 p. suite, bon, favorable, en parl. du vent, Od. 11, 640.
Étym. καλός.