κάλλιμος

καλλίναος

καλλίνικος
καλλί·ναος, ος, ον [ῐᾰ] qui roule ou fait jaillir de belles eaux, Eur. Alc. 589, Med. 835 ; A. Rh. 1, 1228.
Étym. κ. νάω.