καλλιπάρῃος

καλλιπάρθενος

καλλιπέδιλος
καλλι·πάρθενος, ος, ον []
1 aux belles jeunes filles, Eur. Hel. 1 ||
2 d’une belle jeune fille, Eur. I.A. 1574.
Étym. κ. παρθένος.