καλλίπαις

καλλιπάρῃος

καλλιπάρθενος
καλλι·πάρῃος, ος, ον [ῐᾰ] aux belles joues, Il. 1, 143 ; Od. 15, 123, etc. ; Anth. 9, 96.
Étym. κ. παρειά.