καλλιφωνία

καλλίφωνος

καλλίχειρ
καλλί·φωνος, ος, ον [] qui a une belle voix, un son agréable, Plat. Leg. 817c ||
Sup. -ότατος, Plut. M. 973a.
Étym. κ. φωνή.