Καλλιπίδαι

καλλιπλόκαμος

καλλίπλουτος
καλλι·πλόκαμος, ος, ον [ᾰμ] aux belles boucles, aux belles tresses, ép. de Dèmèter, Il. 14, 326, etc. ; de Thétis, Il. 18, 407 ; d’Hélène, Pd. O. 3, 2 ; des Muses, Eur. I.A. 1040.
Étym. κ. πλόκαμος.