Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος-ους
καλλί·πλουτος,
ος, ον,
aux splendides richesses,
Pd.
O.
13, 159
.
Étym.
κ. πλοῦτος
.