καλλίπλουτος

καλλίπνοος-ους

καλλίπολις
καλλί·πνοος-ους, οος-ους, οον-ουν, au souffle agréable, aux doux sons, en parl. d’une flûte, Télest. (Ath. 617b).
Étym. κ. πνέω.