καλλίπωλος

καλλιρέεθρος

Καλλιρόη
καλλι·ρέεθρος, ος, ον [] au beau cours, aux belles eaux, Od. 10, 107 ; Hés. Th. 339 ; Eur. H.f. 784.
Étym. κ. ῥέεθρον.