καλλωπιστής

καλλωπιστικός

καλλωπίστρια
καλλωπιστικός, ή, όν, qui sert à parer, gén. Arr. Epict. 2, 23, 14 ; ἡ καλλωπιστική, Gal. 14, 766, l’art de la parure.
Étym. καλλωπίζω.