καλυϐίτης

καλυϐοποιέομαι-οῦμαι

καλυϐοποιΐα
καλυϐο·ποιέομαι-οῦμαι [ᾰῠ] se construire une cabane, Str. 200.
Étym. καλύϐη, ποιέω.