καλυϐοποιέομαι-οῦμαι

καλυϐοποιΐα

Καλύδνα
καλυϐο·ποιΐα, ας () [ᾰῠ] construction de cabane, Str. 726.
Étym. καλύϐη, -ποιος de ποιέω.