Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κάματος
καματώδης
καμϐέστριον
καματώδης,
ης, ες
[
ᾰᾰ
] qui fatigue, qui épuise, pénible,
Hés.
O.
582 ;
Pd.
N.
3, 28
||
Cp.
-έστερος,
Th.
Lap.
13
.
Étym.
κάματος, -ωδης
.