κανθύλη

κανθώδης

κάνθων
κανθώδης, ης, ες, propr. en forme de jante, c. à d. courbe, recourbé, Call. fr. 204 conj. Hemsterh. ; plus vraisembl. καμψώδης, conj. Schneid.
Étym. κανθός, -ωδης.