κανθώδης

κάνθων

Κανίδιος
κάνθων, ωνος ()
1 bête de somme, particul. âne, Ar. Vesp. 179 ; Lyc. 817 ||
2 escarbot, scarabée, Ar. Pax 82.
Étym. cf. κανθίς.