καπηλικῶς

καπηλίς

κάπηλος
καπηλίς, ίδος, ou, sel. Arcad. p. 31, 12, κάπηλις, ιδος () [] marchande en détail, particul. cabaretière, Ar. Th. 347, etc. ||
E κάπηλις, Phænias (Ath. 84e).
Étym. κάπηλος.