καρανόω-ῶ

καρατομέω-ῶ

καρατόμησις
καρατομέω-ῶ [ᾰᾱ] couper la tête, Eur. Rhes. 586 ; Lyc. 313 ; Jos. A.J. 6, 9.
Étym. καρατόμος.