Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καρατομέω-ῶ
καρατόμησις
καρατόμος
καρατόμησις,
εως
(
ἡ
) [
ᾰᾱ
] décollation,
Rhét.
3, 596 W.
Étym.
καρατομέω
.