καρποτρόφος

καρποφαγέω-ῶ

καρποφάγος
καρποφαγέω-ῶ [ᾰγ] se nourrir de fruits, Arstt. H.A. 8, 3, 9 ; δρυός, Porph. Abst. 2, 5, vivre de glands.
Étym. καρποφάγος.