καρποτόκος

καρποτρόφος

καρποφαγέω-ῶ
καρπο·τρόφος, ος, ον, qui nourrit des fruits, qui produit des fruits, Orph. H. 20, 1, etc. ; Lyc. 1423 ; fig. Eur. Ion 475.
Étym. κ. τρέφω.