Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτόκεια
καρπο·τελής,
ής, ές,
qui paie un tribut en fruits,
Eschl.
Suppl.
689
.
Étym.
κ. τέλος
.