Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καρποτελής
καρποτόκεια
καρποτοκέω-ῶ
καρποτόκεια,
ας,
adj. f.
qui produit des fruits, féconde,
Nonn.
D.
21, 26
.
Étym.
καρποτόκος
.