Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καρτάζωνος
καρταίπους
κάρταλλος
καρταί·πους,
gén.
-ποδος
(
ὁ, ἡ
) aux pieds robustes, aux fortes jambes,
Pd.
O.
13, 114
.
Étym.
κάρτα, πούς,
cf.
κραταίπους
.