καρταίπους

κάρταλλος

καρτέον
κάρταλλος ou κάρταλος, ου () corbeille ou panier se terminant en pointe, Spt. Deut. 26, 2, 4 ; 4 Reg. 10, 7, etc. ; Phil. 1, 694 ; Clém. Pæd. 1, 10 § 92.